- ἀκαμάτη
- ἀκάματοςwithout sense of toilfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκαμάτῃ — ἀκάματος without sense of toil fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
Άιχεντορφ, Γιόζεφ φον- — (Joseph Freiherr von Eichendorff,Λούμποβιτς, Άνω Σιλεσία, 1788 – Νάισε, Άνω Σιλεσία, 1857). Γερμανός ποιητής και πεζογράφος. Ο Ά. ωρίμασε μέσα στο κλίμα του όψιμου ρομαντισμού. Τη ρομαντική εμπειρία –από την οποία πήγασε το νεανικό του… … Dictionary of Greek
Αλαβανδάρα ή Λαβαντάρα — Θαλάσσια τάφρος μεγάλου βάθους στο ανατολικό τμήμα της Άνδρου, ανάμεσα στα ακρωτήρια Κάρβουλο και Ακαμάτη. Η θέση αυτή είναι πολύ επικίνδυνη για τα πλοία που πλέουν εκεί, εξαιτίας των σφοδρών ρευμάτων αέρα και της θαλασσοταραχής που κάνουν την… … Dictionary of Greek
Μιστενγκέτ — (Mistinguett, Ανγκιέν 1875 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού του ελαφρού θεάτρου Ζαν Μαρί Μπουρζουά (Jeanne Marie Bourgeois). Αφού εμφανίστηκε σε πολύ νεαρή ηλικία σε συνοικιακά θέατρα, σημείωσε μεγάλες… … Dictionary of Greek
ακάματος — η, ο επίρρ. α ακούραστος: Ήταν γυναίκα ακάματη και στη δουλειά της και στο σπίτι της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)